- ἐντορνεύω
- ἐντορν-εύω,A turn by the lathe, in [tense] pf. [voice] Pass.
ἐντετορνεύσθω Hero Aut. 16.2
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐντετορνεύσθω Hero Aut. 16.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εντορνεύω — (Α ἐντορνεύω) σχηματίζω κοιλότητες με τόρνο, τορνεύω κάτι εσωτερικά, κατασκευάζω κάτι με τόρνο, τό περνώ από τόρνο … Dictionary of Greek
ἐντορνεύουσιν — ἐντορνεύω turn by the lathe pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐντορνεύω turn by the lathe pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντορνεῦσαι — ἐντορνεύω turn by the lathe aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντορνεύσαντες — ἐντορνεύω turn by the lathe aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντορνία — ἐντορνία, η (Α) η ενέργεια τού εντορνεύω, η τόρνευση, το τόρνευμα … Dictionary of Greek